ταυτισμός

ταυτισμός
ο отождествление; идентификация (книжн.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ταυτισμός" в других словарях:

  • ταυτισμός — ο / ταὐτισμός, ΝΜ [ταυτίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταυτίζω, ταύτιση, εξομοίωση …   Dictionary of Greek

  • ταυτισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ταυτίζω (βλ. λ.), η εξομοίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταύτιση — η, Ν [ταυτίζω] 1. ταυτισμός 2. η πράξη τής εξακρίβωσης τής ταυτότητας ενός ατόμου ή τής αναγνώρισης ενός πράγματος ή ενός συνόλου ως τέτοιου 3. (ψυχολ. ψυχανάλ.) α) διαδικασία με την οποία ένα υποκείμενο δανείζεται ένα εκφραστικό γνώρισμα ενός… …   Dictionary of Greek

  • ταύτιση — η ταυτισμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»